ανισόρροπος

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνισόρροπος, -ον)
ασταθής, αυτός που δεν ισορροπεί
νεοελλ.
εκείνος που έχει χάσει τη διανοητική του ισορροπία
αρχ.
άδικος.