Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
ἀντίπορος, -ον (Α)1. αυτός που βρίσκεται στην απέναντι ακτή2. φρ. «ἀντίπορος λόφος» — ο απέναντι λόφος.