αντίπορος

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460

Greek Monolingual

ἀντίπορος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στην απέναντι ακτή
2. φρ. «ἀντίπορος λόφος» — ο απέναντι λόφος.