Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
ἀντίπορος, -ον (Α)1. αυτός που βρίσκεται στην απέναντι ακτή2. φρ. «ἀντίπορος λόφος» — ο απέναντι λόφος.