αντιπαθητικός
From LSJ
Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀντιπαθητικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που προκαλεί αντιπάθεια
αρχ.
ο αντίθετος στην παθητικότητα, ο ενεργητικός.