αντιπάθεια

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀντιπάθεια)
αποστροφή, απέχθεια
αρχ.-μσν.
1. η αντίθεση, η αντίδραση
2. διαφορετική, αντίθετη επίδραση
3. το αντίδοτο
4. η ανταπόκριση των συναισθημάτων
αρχ.
1. το να υφίσταται κάποιος κάτι αντίθετο (απ' αυτό που θα τον ευχαριστούσε)
2. (Μετρ.) αντιστροφή, αντίσπαση του ρυθμού: ∪ - - ∪