αντίστροφος
From LSJ
Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀντίστροφος, -ον)
νεοελλ.
στραμμένος αντίθετα, γυρισμένος ανάποδα
αρχ.
1. ο απέναντι
2. αντίστοιχος, ανάλογος
3. αντίξοος, ανάποδος
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀντίστροφα
οι αντιστροφές.