ανάλογος
From LSJ
ὡς τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξοδον ποιεῖσθαι → regard as going to execution, regard as the outmarch to death
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνάλογος, -ον)
1. ο σύμφωνος με τον προσήκοντα λόγο, αυτός που έχει ομοιότητα, αντιστοιχία, συμμετρία με κάποιον, αντίστοιχος, σύμμετρος
2. σχεδόν όμοιος, ισοδύναμος, αντάξιος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ανάλογο
το μερίδιο (λογαριασμού, κληρονομιάς κ.λπ.) που αναλογεί στον καθένα, μερτικό
(το ουδ. ως επίρρ.) ανάλογον
αναλογικά, κατ' αναλογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + λόγος.
ΠΑΡ. αναλογία, αναλογιστικός, αναλογώ
νεοελλ.
αναλογίζω].