μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
ἀραρότως επίρρ. (Α)
1. στερεά, ισχυρά, στενά
2. όπως πρέπει, με ασφάλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (μτχ.) ἀρᾱρώς, του πρκμ. ἄρᾱρα του ρ. αραρίσκω].