ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
ἀραρότως επίρρ. (Α)1. στερεά, ισχυρά, στενά2. όπως πρέπει, με ασφάλεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < (μτχ.) ἀρᾱρώς, του πρκμ. ἄρᾱρα του ρ. αραρίσκω].