αργυρομιγής
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
Greek Monolingual
ἀργυρομιγής (-οῡς), -ές (Α)
ανάμικτος με άργυρο («ἀργυρομιγής γῆ» — χώμα που περιέχει άργυρο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + -μιγής < μείγνυμι].