αργυρομιγής

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383

Greek Monolingual

ἀργυρομιγής (-οῦς), -ές (Α)
ανάμικτος με άργυρο («ἀργυρομιγής γῆ» — χώμα που περιέχει άργυρο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + -μιγής < μείγνυμι].