βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground
ἁρμασίδουπος, -ον (Α)αυτός που τρέχει θορυβωδώς με το άρμα του.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμασι (τ. τοπικής πληθ.) + δούπος «θόρυβος»].