αρνάδα
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
η
1. θηλυκό πρόβατο λίγων μηνών, που δεν έχει γεννήσει ακόμη
2. προβατίνα οποιασδήποτε ηλικίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αρνάς, κατά το αμνάς (αμνάδα)].