ασημένιος
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
Greek Monolingual
-ια, -ιο
1. ο κατασκευασμένος από ασήμι
2. αυτός που έχει το χρώμα του ασημιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. ασήμι + (κατάλ.) -ένιος (πρβλ. κοντυλένιος, μαλαματένιος, σιδερένιος κ.ά.)].