τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life
ἀσκοδέτης, ο (Α)λουρί με το οποίο δένουν τα ασκιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός + -δέτης < δέω (Ι) «δένω»].