αφιλόξενος
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀφιλόξενος, -ον)
αυτός που δεν αγαπά τους ξένους ή που δεν τους περιποιείται
νεοελλ.
(για τόπο)
1. εκείνος που κατοικείται από αφιλόξενους ανθρώπους
2. αυτός που δεν αρέσει στους ξένους.