ἄψητος

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄψητος Medium diacritics: ἄψητος Low diacritics: άψητος Capitals: ΑΨΗΤΟΣ
Transliteration A: ápsētos Transliteration B: apsētos Transliteration C: apsitos Beta Code: a)/yhtos

English (LSJ)

ἀνυπότακτος, Hsch.

Spanish (DGE)

ἀνυπότακτος Hsch.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἄψητος, -ον)
1. αδάμαστος, ανυπότακτος
2. (για μετάξι) που δεν έβρασε για να γίνει λευκό και στιλπνό
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει ψηθεί ή δεν έχει βράσει αρκετά
2. εκείνος που βράζει ή ψήνεται δύσκολα
3. ο ωμός
4. ο ανώριμος
5. (για ανθρώπους) α) αγύμναστος, άπειρος
β) νωθρός
γ) (για δουλειές) αυτός που δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.