Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βάψιμο

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383

Greek Monolingual

το (Μ βάψιμον)
το να βάφει κανείς κάτι
νεοελλ.
1. ψιμυθίωση, φτιασίδωμα, καλλωπισμός προσώπου
2. σκλήρυνση, στόμωση σιδερένιου αντικειμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έβαψα (αόρ. του βάφω) < βάπτω.