γλανίδι
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
Greek Monolingual
το (Α γλανίς και γλάνις, η)
ονομασία του ψαριού Παρασίλουρος ο αριστοτέλειος
νεοελλ.
γλανός, γουλιανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. γλανίδι είτε απ' ευθείας < γλανίς, γλάνις είτε < υποκορ. γλανίδιον (< γλανίς, γλάνις). Με τη σειρά του το γλανίς, γλάνις προήλθε < αρχ. γλάνος «ύαινα», ονομασία που οφείλεται πιθ. στην αδηφαγία αυτού του ψαριού].