γλήνος
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
γλῆνος, το (Α)
Ι. συνήθως στον πληθ. τα γλήνεα
1. παιχνίδια, στολίδια
2. άστρα
II. εν.
1. γλήνη του οφθαλμού
2. το φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γλήνη.