γλήνος

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358

Greek Monolingual

γλῆνος, το (Α)
Ι. συνήθως στον πληθ. τα γλήνεα
1. παιχνίδια, στολίδια
2. άστρα
II. εν.
1. γλήνη του οφθαλμού
2. το φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γλήνη.