γονατάγρα
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
η
ουρική αρθρίτιδα εντοπισμένη στο γόνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόνατο + -αγρα (πρβλ. αγκωνάγρα, ποδάγρα, χειράγρα)].