αγκωνάγρα

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source

Greek Monolingual

η
ο πόνος στον αγκώνα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγκώνας + κατάλ. -άγρα].