κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
και γητειά και γητιά και γηθειά και γηθιά, η και γήτεμα, το γητεύω1. μαγική επωδή, ξόρκι2. τα μάγια, τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται για τα ξόρκια3. θέλγητρο, γοητεία.