γητειά

From LSJ

τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?

Source

Greek Monolingual

και γητειά και γητιά και γηθειά και γηθιά, η και γήτεμα, το γητεύω
1. μαγική επωδή, ξόρκι
2. τα μάγια, τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται για τα ξόρκια
3. θέλγητρο, γοητεία.