δασύστομο
From LSJ
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
Greek Monolingual
το (Α δασύστομος, -ον)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το δασύστομον
γένος λεπιδόπτερων εντόμων φυλλοφάγων
αρχ.
ο βραχνός.