ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
το (Α δασύστομος, -ον)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το δασύστομονγένος λεπιδόπτερων εντόμων φυλλοφάγωναρχ.ο βραχνός.