ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
(Α διακωμῳδῶ, -έω)1. σατιρίζω κάποιον ή κάτι σε κωμωδία2. γελοιοποιώ.