διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
η (AM διασκέδασις)νεοελλ.1. ψυχαγωγία, τέρψη2. ευωχία, γλέντιαρχ.-μσν.διασπορά, διασκορπισμός.