διάστιχο

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Pindar, Pythian, 8.95f.

Greek Monolingual

το (Μ διάστιχον)
1. το διάστημα που παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο στίχους εντύπου ή χειρογράφου
2. (τυπογρ.) λεπτή μεταλλική ή ξύλινη πλάκα που χρησιμοποιείται στη στοιχειοθεσία ανάμεσα σε δύο στίχους για να μεγαλώσει το μεταξύ τους διάστημα
μσν.
(για ναό) το διάστημα ανάμεσα σε δύο κολώνες («τὰ στήθη ἀργυρᾱ ὁμοίως καὶ τὰ βηλόθυρα καὶ τὰ διάστιχα»).