διάστιχο

From LSJ

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513

Greek Monolingual

το (Μ διάστιχον)
1. το διάστημα που παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο στίχους εντύπου ή χειρογράφου
2. (τυπογρ.) λεπτή μεταλλική ή ξύλινη πλάκα που χρησιμοποιείται στη στοιχειοθεσία ανάμεσα σε δύο στίχους για να μεγαλώσει το μεταξύ τους διάστημα
μσν.
(για ναό) το διάστημα ανάμεσα σε δύο κολώνες («τὰ στήθη ἀργυρᾱ ὁμοίως καὶ τὰ βηλόθυρα καὶ τὰ διάστιχα»).