διασωσμός
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
διασωσμός: ὁ, ἡ, διάσωσις, Ἀκύλ. Ψαλμ. νδ΄, 9.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
liberación σπεύσω διασωσμὸν ἐμοὶ ἀπὸ πνεύματος λαιλαπώδους Aq., Thd.Ps.54.9.
διασωσμός: ὁ, ἡ, διάσωσις, Ἀκύλ. Ψαλμ. νδ΄, 9.
-οῦ, ὁ
liberación σπεύσω διασωσμὸν ἐμοὶ ἀπὸ πνεύματος λαιλαπώδους Aq., Thd.Ps.54.9.
ο (Α διασωσμός)
η συντέλεση της διάσωσης, σωτηρία.