διαφθορέας
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
Greek Monolingual
ο (AM διαφθορεύς) (Α και θηλ. διαφθορεύς, η)
1. αυτός που προκαλεί ηθική φθορά
2. όποιος δωροδοκεί, δωροδόκος
3. αυτός που βιάζει παρθένα ή παντρεμένη γυναίκα.