ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
ο (AM διαφθορεύς) (Α και θηλ. διαφθορεύς, η)1. αυτός που προκαλεί ηθική φθορά2. όποιος δωροδοκεί, δωροδόκος3. αυτός που βιάζει παρθένα ή παντρεμένη γυναίκα.