Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.
ο (AM διαφθορεύς) (Α και θηλ. διαφθορεύς, η)1. αυτός που προκαλεί ηθική φθορά2. όποιος δωροδοκεί, δωροδόκος3. αυτός που βιάζει παρθένα ή παντρεμένη γυναίκα.