διαφθορέας

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

ο (AM διαφθορεύς) (Α και θηλ. διαφθορεύς, η)
1. αυτός που προκαλεί ηθική φθορά
2. όποιος δωροδοκεί, δωροδόκος
3. αυτός που βιάζει παρθένα ή παντρεμένη γυναίκα.