εκδιηγούμαι
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
Greek Monolingual
ἐκδιηγοῡμαι (-έομαι) (AM)
διηγούμαι λεπτομερώς
μσν.
περιγράφω λεπτομερώς.