ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life
-ες (AM ἐλαιώδης, -ες)αυτός που μοιάζει με λάδι στη σύστασή τουνεοελλ.αυτός που περιέχει λάδι ή άλλη λιπαρή ύλη («ελαιώδη προϊόντα»)αρχ.αυτός που έχει το χρώμα του λαδιού, λαδόχρωμος, λαδής.