ελαιόφυτος

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust

Menander, Monostichoi, 217

Greek Monolingual

-η, -ο και λιόφυτος, -η, -ο (AM ἐλαιόφυτος, -ον)
φυτεμένος με ελαιόδενδρα, κατάφυτος με ελιές
μσν.- νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ελαιόφυτο και λιόφυτο
τόπος φυτεμένος με ελιές, ελαιώνας, ελαιοφυτεία.