ελαιόφυτος
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
Greek Monolingual
-η, -ο και λιόφυτος, -η, -ο (AM ἐλαιόφυτος, -ον)
φυτεμένος με ελαιόδενδρα, κατάφυτος με ελιές
μσν.- νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ελαιόφυτο και λιόφυτο
τόπος φυτεμένος με ελιές, ελαιώνας, ελαιοφυτεία.