ἐλαιόφυτος

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλαιόφῠτος Medium diacritics: ἐλαιόφυτος Low diacritics: ελαιόφυτος Capitals: ΕΛΑΙΟΦΥΤΟΣ
Transliteration A: elaióphytos Transliteration B: elaiophytos Transliteration C: elaiofytos Beta Code: e)laio/futos

English (LSJ)

ἐλαιόφυτον,
A olive-planted, A.Pers.883 (lyr.), Str.12.7.1; ἐ. δένδρεσι set with olive-trees, Id.17.1.35.
II Subst. ἐλαιόφυτον, τό, olive-yard, Plu.2.524a.

Spanish (DGE)

(ἐλαιόφῠτος) -ον
1 plantado de olivos Σάμος A.Pers.884, de Oropo en Beocia χώρα Ps.Dicaearch.1.8, de Calcis en Eubea, Ps.Dicaearch.1.30, de Triócala (Sicilia), D.S.36.7, de Masalia, Str.4.1.5, de la Sabina en Italia, Str.5.3.1, de las costas itálica e iliria del Adriático, Str.7.5.10, de la Galia, Str.4.1.2, de Sinope y otras ciudades del Ponto, Str.2.1.15, 12.3.12, 30, de Sinada, ciudad frigia ἐλαιόφυτον πεδίον Str.12.8.14, de Panfilia, Str.12.7.1, de los valles del Tauro, Str.12.7.3, del nomo arsinoíta en Egipto, Str.17.1.35.
2 subst. τὸ ἐ. olivar Plu.2.524a.

German (Pape)

[Seite 789] mit Oelbäumen bepflanzt; Σάμος Aesch. Pers. 858; Sp.; τὸ ἐλ., ein Oelgarten, Plut. cup. div. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
planté d'oliviers ; τὸ ἐλαιόφυτον PLUT plant d'olivier.
Étymologie: ἐλαία, φυτόν.

Russian (Dvoretsky)

ἐλαιόφῠτος: поросший масличными деревьями (Σάμος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαιόφῠτος: -ον, κατάφυτος ἐξ ἐλαιῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 884, Στράβ. 570· ἐλ. δένδρεσι, κατάφυτος ἐξ ἐλαιοδένδρων, ὁ αὐτ. 809. ΙΙ. ἐλαιόφυτον, τό, ἐλαιών, Λατ. olivetum, Πλούτ. 2. 524Α.

Greek Monolingual

-η, -ο και λιόφυτος, -η, -ο (AM ἐλαιόφυτος, -ον)
φυτεμένος με ελαιόδενδρα, κατάφυτος με ελιές
μσν.- νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ελαιόφυτο και λιόφυτο
τόπος φυτεμένος με ελιές, ελαιώνας, ελαιοφυτεία.

Greek Monotonic

ἐλαιόφῠτος: -ον, κατάφυτος με ελαιόδεντρα, φυτεμένος με ελιές, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἐλαιό-φῠτος, ον
olive-planted, Aesch.