εμφιλόσοφος
From LSJ
Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert
Greek Monolingual
ἐμφιλόσοφος, -ον (AM)
αυτός που περιέχει ή περιλαμβάνει φιλοσοφία, ο φιλοσοφικός.
επίρρ...
ἐμφιλοσόφως
με φιλοσοφία, φιλοσοφικώς.