εμφιλόσοφος

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source

Greek Monolingual

ἐμφιλόσοφος, -ον (AM)
αυτός που περιέχει ή περιλαμβάνει φιλοσοφία, ο φιλοσοφικός.
επίρρ...
ἐμφιλοσόφως
με φιλοσοφία, φιλοσοφικώς.