ενετικός

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ἑνετικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στην Ενετία ή στην ενετοκρατία, βενετικός, βενετσιάνικος («ενετικά τείχη» — τείχη που κατασκευάστηκαν από τους Ενετούς, κατά την ενετοκρατία).