ενετικός
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ ἑνετικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στην Ενετία ή στην ενετοκρατία, βενετικός, βενετσιάνικος («ενετικά τείχη» — τείχη που κατασκευάστηκαν από τους Ενετούς, κατά την ενετοκρατία).