ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
[Seite 856] ἡ, Kunstgeschicklichkeit, Sp.
ἐντεχνία: ἡ, τέχνη ἢ δεξιότης εἴς τι, Γρηγ. Νύσσ. τ. 3, σ. 260C.
-ας, ἡ
habilidad, destreza ἐντεχνίᾳ καὶ δυνάμει ... χειρούμενος Cyr.Al.M.71.268B.
ἐντεχνία, η (Α)
επιδεξιότητα.