ενωρίς

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18

Greek Monolingual

και νωρίς
επίρρ.
1. έγκαιρα, προτού περάσει η προκαθορισμένη ώρα («έρχεται ενωρίς στη δουλειά του»)
2. πριν έρθει η ώρα, ο καθορισμένος χρόνος («έφυγε νωρίς»)
3. πολύ πρωί («ξύπνησα νωρίς σήμερα»).