ἑξάποδος

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

German (Pape)

[Seite 871] schlechte Lesart für ἑξάπεδος.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἑξάπους, -ουν, Μ και ἑξάποδος, -η, -ον)
αυτός που έχει έξι πόδια («να κι ένα φίδι εξάποδο τινάχτη», Καζαντζ.)
2. (μετρ.) αυτός που αποτελείται από έξι μετρικούς πόδες
νεοελλ.
ζωολ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα εξάποδα
όρος που χαρακτηρίζει γενικά τις προνύμφες τών εντόμων που έχουν έξι βαδιστικούς πόδες εξίσου ανεπτυγμένους (ροπαλόκερα και λεπιδόπτερα έντομα)
αρχ.
αυτός που έχει μήκος έξι ποδών.