εξαχρειώνω
From LSJ
γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
Greek Monolingual
και εξαχρειώ (Μ ἐξαχρειῶ, -όω) αχρειώ
καθιστώ κάποιον αχρείο, διαφθείρω
νεοελλ.
εξευτελίζω.
γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
και εξαχρειώ (Μ ἐξαχρειῶ, -όω) αχρειώ
καθιστώ κάποιον αχρείο, διαφθείρω
νεοελλ.
εξευτελίζω.