εξαχρειώνω

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source

Greek Monolingual

και εξαχρειώ (Μ ἐξαχρειῶ, -όω) αχρειώ
καθιστώ κάποιον αχρείο, διαφθείρω
νεοελλ.
εξευτελίζω.