Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
ἀχρειῶ (-όω) (AM) αχρείοςκαθιστώ κάτι άχρηστο, χωρίς αξία, το καταστρέφωμσν.εξαχρειώνω, διαφθείρω.