εξευγενίζω
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
Greek Monolingual
(AM ἐξευγενίζω) ευγενίζω
καθιστώ κάποιον ευγενή προάγοντας τον πνευματικά και ηθικά («η μουσική εξευγενίζει τα ήθη»)
νεοελλ.
βελτιώνω ζωικό ή φυτικό είδος με επιστημονικές μεθόδους («τα φυτά εξευγενίζονται με την καλλιέργεια»)
αρχ.
παράγω ευγενείς γόνους.