οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen
ο (θηλ. εξολοθρεύτρια) (AM ἐξολοθρευτής) εξολοθρεύωαυτός που εξολοθρεύει, που καταστρέφει τελείως.